- ανοστιά
- tatsızlık, lezzetsizlik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανοστιά — κ. ανοστία, η 1. η έλλειψη νοστιμιάς, ευχάριστης γεύσης 2. η απώλεια του αισθήματος της γεύσης 3. η έλλειψη χάρης 4. η ακεφιά, η δυσθυμία 5. ανόητα λόγια 6. ανόητη πράξη 7. ανόητη σκέψη … Dictionary of Greek
ανοστιά — η έλλειψη νοστιμάδας, χάρης: Τι ανοστιά είναι αυτή της φετινής πατάτας; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] … Dictionary of Greek
ανοστάδα — η 1. ανοστιά, έλλειψη γευστικότητας 2. έλλειψη χάρης, το να προκαλεί κάποιος ή κάτι απέχθεια … Dictionary of Greek
ανοστίλα — η 1. έλλειψη νοοτιμάδας, ανοστιά, κακογουστιά 2. απώλεια του αισθήματος της γεύσης 3. ανορεξία, αηδία 4. ανόητα λόγια ή πράξεις … Dictionary of Greek
ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] … Dictionary of Greek
αγεψιά — η ανοστιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανοστίζω — και ξανοστεύω ξανόστισα 1. γίνομαι άνοστος, ξενοστιμίζω. 2. αποβάλλω την ανοστιά: Φάε μια καραμέλα να ξανοστίσει το στόμα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάχλα — η ό,τι προκαλεί αηδία, λόγος ανόητος, ανοστιά: Δεν αντέχει άλλο τις σάχλες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)